φέσι

φέσι
Ψηλό, κυλινδρικό και συνήθως κόκκινο κάλυμμα του κεφαλιού. Η χρησιμοποίησή του καθιερώθηκε για πρώτη φορά στους Τούρκους από τον σουλτάνο Ορχάν (1328–30) και διήρκησε έως το 1925, οπότε καταργήθηκε από τον Κεμάλ Ατατούρκ. Οι Τούρκοι το θεωρούσαν ιερό σύμβολο και απαγορευόταν να το βγάλουν από το κεφάλι τους δημοσία. Το φ., που έχει ακόμα και σήμερα μεγάλη διάδοση σε ορισμένους μουσουλμανικούς λαούς, ονομάστηκε έτσι από την πόλη Φεζ του Μαρόκου, στην οποία υπήρχαν μεγάλα εργαστήρια κατασκευής του. Από τους Τούρκους διαδόθηκε και στους υπόδουλους Έλληνες. Το ελληνικό φ. είχε φούντα και το φορούσαν τόσο στη νησιώτικη, όσο και στην ηπειρωτική Ελλάδα, ακόμα και γυναίκες. Τύπος φεσιού. Υπάρχουν βασικά δυο τύποι: το σκληρό και το σπαστό φέσι.
* * *
το, Ν
1. (σε διάφορες μουσουλμανικές χώρες) είδος καλύμματος τής κεφαλής, χωρίς γείσο, από μάλλινο ύφασμα κόκκινου συνήθως χρώματος, με ή χωρίς φούντα στο επάνω μέρος του, που παρουσιάζει μεγάλη κατά τόπους ποικιλία σχημάτων
2. σκούφος τών Ελλήνων ευζώνων, φάριο
3. μτφ. ανεξόφλητο χρέος
4. φρ. α) «έγινε φέσι» — μέθυσε πολύ
β) «είναι φέσι» — πρόκειται για κάτι το ψεύτικο ή αποτυχημένο ή ανάξιο λόγου
γ) «έβαλε φέσι» — δανείστηκε χρήματα χωρίς να τά επιστρέψει ή με σκοπό να μην τα επιστρέψει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fes < Fez, πόλη τού Μαρόκου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φέσι — το (λ. τουρκ.) 1. μάλλινος σκούφος χωρίς γύρο, συνήθως κόκκινος, με ή χωρίς φούντα, που τον φορούν οι ανατολίτες μουσουλμάνοι. 2. όμοιος σκούφος των Ελλήνων ευζώνων. 3. μτφ., ο πολύ μεθυσμένος: Έγιναν φέσι απ την πολλή ρετσίνα. 4. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέσα — η, Ν (ως μεγεθ τού φέσι) μεγάλο ή ψηλό φέσι, φεσάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • εύζωνας — Στρατιώτης του ελληνικού στρατού με ειδική στολή και ελαφρύ οπλισμό. Ονομάζεται και τσολιάς. Οι πολεμιστές στην Επανάσταση του 1821 φορούσαν την τότε εθνική ενδυμασία: φουστανέλα, φέσι και τσαρούχια. Το 1823, κατά την περίοδο του Αγώνα,… …   Dictionary of Greek

  • παπάζι — και παπάδι, το 1. το πλέγμα που συνδέει τη φούντα με το φέσι 2. η φούντα τού φεσιού και ιδίως τών ναυτικών 3. συνεκδ. το φέσι και ιδίως τών γυναικών 4. ναυτ. στουπί που χρησιμοποιείται για το σφουγγάρισμα τού καταστρώματος πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • φεσάκι — το, Ν [φέσι] υποκορ. μικρό φέσι …   Dictionary of Greek

  • φεσάς — ο, θηλ. φεσού, Ν 1. άτομο που φορά φέσι, φεσοφόρος 2. φεσοποιός 3. μτφ. αυτός που έχει ή συνηθίζει να έχει ανεξόφλητα χρέη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] …   Dictionary of Greek

  • φεσοφόρος — α, ο, Ν αυτός που φορεί φέσι, ο φεσάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Σπ. Μαυρογένη] …   Dictionary of Greek

  • φεσοφόρος — α, ο 1. αυτός που φοράει φέσι. 2. το αρσ. ως ουσ., φεσοφόρος άτομο που φοράει φέσι, φεσωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Fez (hat) — The fez (Greek: Φέσι, Turkish: fes, plural fezzes or fezes [ [http://www.merriam webster.com/dictionary/fez Fez in Merriam Webster s online dictionary] ] ), or Tarboosh طربوش, not to be confused with North African Checheya, is a red felt hat in… …   Wikipedia

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”